τρισιωδιούχος

τρισιωδιούχος
-α, -ο, θηλ. και -ος, Ν
(χημ) (για ένωση) αυτός που περιέχει στο μόριο του τρία άτομα ιωδίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ- / τρι-* + ιωδιούχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον Αν. Κ. Χρηστομάνο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”